Η συζήτηση για την ανάπτυξη πρέπει κάποια στιγμή να αρχίσει να εξειδικεύεται. Οχι μόνο γιατί η ελληνική οικονομία πλήττεται από μια πρωτοφανή ύφεση αλλά και από το γεγονός ότι η ουσιαστική διαχείριση του χρέους και η εκπλήρωση του οδικού χάρτη του 2020 προϋποθέτει μια οικονομία η οποία θα προχωρήσει με γρήγορους αναπτυξιακούς ρυθμούς.
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι τα τελευταία 10 χρόνια η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία στην ελληνική οικονομία διαμορφώθηκε ως επί το πλείστον από 6 τομείς κλάδους. Τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, το εμπόριο, τον τουρισμό, την μεταποίηση, την γεωργία, τις κατασκευές. Μπορούμε με ικανοποιητικό βαθμό βεβαιότητας να προβλέψουμε ότι κανένας από τους παραπάνω κλάδους δεν θα μπορέσουν να συμβάλλουν στο θετικό πρόσημο της μεταβολής του ΑΕΠ.
Επομένως χρειάζεται άμεσα ένας παραγωγικός μετασχηματισμός. Ένας παραγωγικός μετασχηματισμός και μια ρύθμιση που θα λάβει υπόψη της τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της οικονομίας μας. Και όταν λέμε συγκριτικά πλεονεκτήματα εννοούμε πολύ απλά ότι η άμεση ανάσχεση της ύφεσης χρειάζεται επενδύσεις που θα έχουν μεγάλο πολλαπλασιαστικό συντελεστή.
Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι. Η ανάπτυξη θα έρθει από τις ιδιωτικές επενδύσεις. Δεδομένων των δημοσιονομικών προβλημάτων δεν μπορούμε να περιμένουμε ένα μεγάλο πρόγραμμα στήριξης της οικονομίας. Ακούμε για ένα σχέδιο Marshall το οποίο εκφυλίζεται σε ένα ΕΣΠΑ και αυτό θα έχει περιορισμένη παρέμβαση στον παραγωγικό τομέα.
Τι είναι αυτό που μένει; Οι ξένες άμεσες επενδύσεις. Δε νομίζω ότι ποτέ άλλοτε η ελληνική οικονομία χρειαζόταν τις ΞΑΕ όσο σήμερα. Είναι έκφραση εμπιστοσύνης για την ελληνική οικονομία. Είναι θέσεις εργασίας, είναι άμεση ανάσχεση στην κρίση. Είναι σήμα στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, χρηματαγορές ότι κάτι αλλάζει. Και τις θέσεις εργασίας που χάνονται από το δημόσιο τομέα θα υποκαθίστανται από αντίστοιχες στον ιδιωτικό.
Νομίζω ότι πρέπει για άλλη μια φορά να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα πράγματα για τον παραγωγικό μετασχηματισμό της οικονομίας.
Απ’ εδώ και στο εξής πρέπει να παράγουμε ό,τι είναι ανταγωνιστικό, ο,τιδήποτε αντέχει στο διεθνή ανταγωνισμό. Ο τρόπος που μπορούμε να παράγουμε κάτι ανταγωνιστικό μπορεί να προέλθει
· ή από παραγωγικές δραστηριότητες έντασης εργασίας
· ή από παραγωγικές δραστηριότητες έντασης κεφαλαίου – τεχνολογίας
· ή από παραγωγικές δραστηριότητες έντασης που παρέχουν ένα ξεκάθαρο και αδιαμφισβήτητο συγκριτικό πλεονέκτημα.
Σίγουρα δεν μπορεί η ελληνική οικονομία να ανταγωνιστεί τις οικονομίες που παράγουν προιόντα έντασης εργασίας [Κίνα, Ινδία, Βιετνάμ κλπ]. Από την άλλη μεριά δε νομίζω να έχουμε διαθέσιμο κάποιο τεχνολογικό προβάδισμα που θα μας επιτρέψει να σταθούμε στο διεθνή τεχνολογικό ανταγωνισμό. Επομένως μοιραία απομένει να στραφούμε σε δραστηριότητες που έχουμε ένα ξεκάθαρο συγκριτικό πλεονέκτημα. Ας μη μασάμε τα λόγια μας, ο ορυκτός πλούτος παρέχει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχουν μελέτες-εκτιμήσεις που εκτιμούν ότι ο πολλαπλασιαστής παραγωγής, εισοδήματος, απασχόλησης για την εξόρυξη, μεταλλεία, ορυχεία ανέρχεται στο 2,5 ενώ ο αντίστοιχος πολλαπλασιαστής για τη γεωργία ανέρχεται στο 1,5 , 1,8 για τη βιομηχανία και 1,2 για τις υπηρεσίες. Δηλαδή τι λένε αυτές οι εκτιμήσεις . Ότι η επένδυση 1 ευρώ στην εξόρυξη θα παράγει 2,5 στην παραγωγή, στο εισόδημα, στην απασχόληση ενώ στην υπηρεσίες 1,2.
Κυρίες και κύριοι, οι περιβαλλοντικές ανησυχίες είναι κατανοητές. Απ’ αυτό το σημείο όμως του απαραίτητου και αναγκαίου προβληματισμού μέχρι το σημείο του κοινωνικού παροξυσμού υπάρχει μεγάλη απόσταση.
Νομίζω ότι στην Ελλάδα έχουμε πληρώσει ακριβά την άρνηση την δίωξη της παραγωγής και τι έμεινε. Έμεινε ο μεγάλος και ελλειμματικός δημόσιος τομέας, έμειναν τα δημοσιονομικά ελλείμματα τα οποία έγιναν χρέος και το χρέος χρεοκοπία. Αν μελετήσει κανείς τις κρίσεις τα τελευταία 40 χρόνια θα καταλάβει κανείς ότι οι κοινωνίες που άλλαξαν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν το θέμα της χρεοκοπίας οι οικονομίες και οι κοινωνίες που επέμεναν στις ίδιες δομές και δράσεις βρίσκονται ακόμα στην δίνη της ύφεσης κα της κρίσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Με ενδιαφέρει η άποψή σας