Σελίδες

Translate

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015

Μεταρρυθμίσεις και Ανάπτυξη ή Ανάπτυξη και Μεταρρυθμίσεις;

  
Τα συμπεράσματα και η εμπειρία  από την εφαρμογή των δύο προηγούμενων μνημονίων και των μεταρρυθμίσεων αποτελούν μια πολύ καλή παρακαταθήκη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά την διάρκεια της τρίτης συμφωνίας. Η Ελλάδα μετά την υλοποίηση και ενσωμάτωση 166 διακριτών πράξεων μεταρρύθμισης (συνολικά  65 νόμοι) συνεχίζει για έκτη χρονιά να βρίσκεται εγκλωβισμένη σε μια μεγάλη και απροσδόκητη ύφεση  και σε έναν επίσης απρόβλεπτο αποπληθωρισμό. 
Οι μεταρρυθμίσεις που υιοθετήθηκαν από το α’ και β’ μνημόνιο επικεντρώθηκαν  στην αγορά εργασίας. Έτσι, προτείνονται και υιοθετούνται μέτρα προκειμένου να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα του παραγόμενου προϊόντος. Επομένως, το μετρήσιμο αποτέλεσμα θα πρέπει να αντιστοιχίζεται με την αύξηση της βιομηχανικής δραστηριότητας, των εξαγωγών, των επενδύσεων, του σχηματισμού κεφαλαίου, στην αυξημένη παραγωγή εμπορεύσιμων αγαθών. Δυστυχώς οι εξελίξεις των παραπάνω οικονομικών μεταβλητών δεν μπορούν να απεικονίσουν  τα αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων.
Σ’ αυτό το περιβάλλον πρέπει να αξιολογηθούν οι παράμετροι που ακύρωσαν τα αναπτυξιακά αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων.
Οι  μεταρρυθμίσεις και των δύο προγραμμάτων, ιδιαίτερα όμως του πρώτου, ανάλωσαν μεγάλο μέρος της κοινωνικής ανοχής. Σημαντικό μέρος των μεταρρυθμίσεων ερμηνεύτηκαν από την ελληνική κοινωνία ως μέρος μιας τιμωρητικής διαδικασίας και όχι ως τμήμα ενός σχεδίου ανάπτυξης.   Η αδυναμία να παραχθούν άμεσα αποτελέσματα μείωσε την απαραίτητη πολιτική και κοινωνική συναίνεση και ως εκ τούτου οι όποιες θετικές επιδράσεις αντισταθμίστηκαν από την διογκούμενη αμφισβήτηση  και υπονόμευση. Συγκεκριμένα, δόθηκε μεγάλη βαρύτητα στον εκσυγχρονισμό του δημόσιου τομέα, στην αύξηση της διαφάνειας και της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης. Τα παραπάνω είναι μεν αναγκαίες προϋποθέσεις για την εύρυθμη λειτουργία μιας αναπτυγμένης κοινωνίας αλλά τα παραγόμενα αποτελέσματα είναι μακροχρόνια. Εξάλλου,  μεγάλο μέρος των μεταρρυθμίσεων που αφορούσαν την γενική κυβέρνηση δεν είχαν αναπτυξιακό στόχο αλλά καθαρά δημοσιονομικό. 
 Πρέπει να αναφερθεί ότι το 2012, έτος ολοκλήρωσης του πρώτου πακέτου των μεταρρυθμίσεων και έναρξης εφαρμογής του δευτέρου, ήταν το έτος αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους. Τόσο την περίοδο πριν από την αναδιάρθρωση όσο και μετά, η ελληνική οικονομία συνέχισε να είναι επιβαρυμένη με μεγάλη πιθανότητα χρεοκοπίας .
 H αναδιάρθρωση του χρέους  το Μάρτιο του 2012 και το Νοέμβριο του ίδιου έτους  προκάλεσαν μεγάλες απώλειες στα ασφαλιστικά ταμεία, στις τράπεζες καθώς και στους κατόχους ομολόγων του δημοσίου. Τα άμεσα αποτέλεσμα αυτών των απωλειών ήταν η εξασθένηση της κεφαλαιουχικής βάσης των τραπεζών και του χαρτοφυλακίου των ασφαλιστικών ταμείων. Τα προβλήματα ρευστότητας που ακολούθησαν σε συνδυασμό με τον αποπληθωρισμό, οδήγησαν σε προβληματική λειτουργία του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Τόσο το πρώτο πρόγραμμα όσο και το δεύτερο σχεδιάστηκαν στη βάση των προβλέψεων της τρόικα για την εξέλιξη του ΑΕΠ. Πάνω σ’ αυτή τη βάση έγιναν και οι υπολογισμοί του δημοσιονομικού κενού. Και στις δύο περιπτώσεις  η ύφεση ήταν σημαντικά μεγαλύτερη από την προβλεπόμενη.   Οι αστοχίες των προβλέψεων σχετικά με το μέγεθος της κρίσης υποχρέωναν την Κυβέρνηση σε συνεχείς αναδιαρθρώσεις των προγραμμάτων υπέρ των δημοσιονομικών μέτρων προκειμένου να καλύπτονται τα δημοσιονομικά κενά.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί είναι εξαιρετικά δύσκολο να απομονωθούν τα αποτελέσματα των μεταρρυθμιστικών πολιτικών, ωστόσο για τα αποτελέσματα του ελληνικού προγράμματος καταγράφεται συγκεκριμένος προβληματισμός ακόμα και από την Ε.Ε. ή το ΔΝΤ. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τα εμπειρικά ευρήματα που υποστηρίζουν την ύπαρξη περιορισμένων αποτελεσμάτων των μεταρρυθμίσεων στην ανάπτυξη, δημιουργεί ερωτηματικά σχετικά με τη σύνθεση του μείγματος των μεταρρυθμίσεων ή με το χρόνο εφαρμογής τους ή και με τα δύο. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Με ενδιαφέρει η άποψή σας