Δυο χρόνια περίπου μετά την εφαρμογή του μνημονίου στην ελληνική οικονομία μπορούμε να καταλήξουμε σε μια σειρά συμπερασμάτων σχετικά με την υλοποίηση των μέτρων και την οικονομική πολιτική. Το κυριότερο συμπέρασμα σχετίζεται με την εμμονή των ελληνικών αρχών να δεσμεύονται με όρους και προϋποθέσεις που δεν δύναται η οικονομία να ανταπεξέλθει και μάλιστα πολλές φορές αντίθετα σε όλες τις προβλέψεις ελλήνων και ξένων αναλυτών.
Η οδυνηρή αυτή διαπίστωση φαίνεται να μην λαμβάνεται υπόψη ούτε τώρα στην αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Όπως εξελίσσονται τα πράγματα η αναδιάρθρωση δεν θα είναι το τέλος του ελληνικού δράματος αλλά ένας μόνο σταθμός. Και αυτό διότι από μόνη της η αναδιάρθρωση δεν σημαίνει ότι αυτόματα επιλύει τα προβλήματα. Έτσι πρέπει η επόμενη μέρα να συνοδευτεί από υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, δημοσιονομικά και εξωτερικά πλεονάσματα και χαμηλούς ρυθμούς πληθωρισμού και επιτοκίων. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση το ύψος των τοκοχρεολυσίων δεν θα μπορεί να εξυπηρετηθεί από την ελληνική οικονομία.
Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει κανείς να αξιολογήσει τον όρο της αναδιάρθρωσης του χρέους που σχετίζεται με την έκδοση των νέων ομολόγων σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο. Σ’ αυτήν την περίπτωση η οποιαδήποτε αθέτηση πληρωμής σημαίνει ταυτόχρονα και προσφυγή κατά των περιουσιακών στοιχείων της Χώρας. Δεδομένου ότι το αγγλικό δίκαιο επιφυλάσσει ιδιαίτερα ευνοϊκή μεταχείριση για τους δανειστές η παραπάνω προσφυγή θα μεταφράζεται αυτόματα σε κατάσχεση.
Αν υποθέσουμε ότι τα νέα ομόλογα εκδοθούν με επιτόκιο 4 % - 5% και η Ελλάδα παραμείνει στην ΟΝΕ, (επομένως θα έχει ρυθμούς πληθωρισμού 2-3%) τότε για την εξυπηρέτηση του χρέους απαιτούνται πραγματικοί ρυθμοί ανάπτυξης του ΑΕΠ μεγαλύτεροι από 3-4%. Σήμερα οι προβλέψεις τόσο του ΔΝΤ και του ΟΟΣΑ όσο και των άλλων αναλυτών κάνουν λόγο για μια αναιμική προοπτική ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Στην καλύτερη περίπτωση οι μελλοντικοί ρυθμοί μεταβολής δεν θα ξεπερνούν το 1%. Αρα είναι λογικό να υποθέσουμε ότι θα χρειαστεί πάλι αναδιάρθρωση του χρέους.
Στον παραπάνω συλλογισμό πρέπει να προστεθεί και το εξής επιχείρημα. Η εμπειρία από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές έχει αποδείξει ότι διαχειρίσιμο χρέος για μια χώρα είναι αυτό που δεν υπερβαίνει το 100% του ΑΕΠ και τα τοκοχρεολύσια εξυπηρέτησης του το 5%. Η προτεινόμενη αναδιάρθρωση θα καταλήξει σ’ αυτά τα βιώσιμα ποσοστά το 2020. Στο μεσοδιάστημα κανείς δεν αποκλείει την αναδιάρθρωση του χρέους. Αντίθετα όλοι οι οίκοι αξιολόγησης μιλούν για την πιθανότητα μιας επιπλέον αναδιάρθρωσης.
Λαμβάνονας υπόψη τα προηγούμενα γίνεται αντιληπτό ότι η έκδοση των ομολόγων σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο είναι μια εξαιρετικά παρακινδυνευμένη απόφαση αν αυτή δεν συνοδευτεί με την βεβαιότητα των μελλοντικών οικονομικών επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση εσπευσμένες ιδιωτικοποιήσεις περιουσιακών στοιχείων ή κατάσχεση φορολογικών εσόδων θα αποτελούν στοιχεία της επικαιρότητας. Ετσι το κόστος της πιθανής αναδιάρθρωσης γίνεται τεράστιο. Θα μπορούσε να αξιολογηθεί μια τέτοια απόφαση μόνο στην περίπτωση που τα ομόλογα θα έχουν ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους για την Ελληνική δημοκρατία (Μηδενικό κουπόνι και αποπληρωμή του συνόλου στο τέλος της περιόδου). Με άλλα λόγια αφού τα ομόλογα του αγγλικού δικαίου παρέχουν 100% εγγύηση αποπληρωμής δεν δικαιολογούν το υψηλό επιτόκιο μια και το ρίσκο της αθέτησης είναι μηδενικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Με ενδιαφέρει η άποψή σας