Η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας βρίσκεται στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου τους τελευταίους μήνες. Το ζητούμενο είναι η ανάπτυξη μέσα από τις πρωτοβουλίες του ιδιωτικού τομέα. Η εικόνα της ελληνικής οικονομίας δείχνει τις δυσκολίες του δρόμου της ανάκαμψης καθώς προστάζει την αλλαγή του μοντέλου παραγωγής όχι μόνο μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα αλλά και μεταξύ αγαθών και υπηρεσιών.
Διάφορα στατιστικά στοιχεία τα οποία παρουσιάζονται παρακάτω είναι ενδεικτικά αυτής της κατάστασης. Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα παρουσιάζει σημαντική αύξηση των καταναλωτικών δαπανών σε σύγκριση με το μέσο όρο των υπολοίπων χωρών της Ε.Ε- 17, ενώ μετά το 2009 και την υιοθέτηση των μέτρων λιτότητας, η μεταβολή της κατανάλωσης κινείται σε αρνητικό έδαφος.
Μεταβολή Ιδιωτικής κατανάλωσης
Παράλληλα, η αύξηση της βιομηχανικής της παραγωγής είναι χαμηλότερη του μέσου όρου των υπολοίπων χωρών της Ε.Ε -17-, εκτός από ορισμένες μικρές περιόδους, δείχνοντας την έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού μιας ενιαίας οικονομικής πολιτικής. Από το 2009 και έπειτα παρουσιάζεται κατάρρευση της βιομηχανικής παραγωγής επιτείνοντας ακόμη περισσότερο την
ύφεση στην ελληνική οικονομία.
Η διαφορά αυτή καλύφθηκε επιβαρύνοντας το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών τροφοδοτώντας το δημόσιο χρέος. Το πρόβλημα όμως δε σταματάει εδώ. Το ίδιο χρονικό διάστημα διογκώθηκε ο δημόσιος τομέας αλλά και ο τομέας των υπηρεσιών. Έτσι, σύμφωνα με την ΤτΕ, ο τριτογενής τομέας παραγωγής συμμετέχει την περίοδο 2004-2008, κατά 67% στον σχηματισμό του Α.Ε.Π έναντι 63% στη ζώνη του ευρώ. Χώρες οι οποίες παρουσιάζουν υψηλή ανάπτυξη, όπως η Ελλάδα εξαιτίας της νομισματικής επέκτασης των προηγούμενων ετών, εμφανίζουν να έχουν υψηλότερες τιμές σε μη διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά όπως είναι οι υπηρεσίες (φαινόμενο Balassa- Samuelson), το γεγονός αυτό οδηγεί σε ανακατανομή των παραγωγικών συντελεστών υπέρ των υπηρεσιών και αύξηση της ζήτησης για αγαθά επιβαρύνοντας με αυτόν τον τρόπο περεταίρω το ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών. Οι υπηρεσίες εξυπηρετούν κατά κύριο λόγο ανάγκες καταναλωτών και όχι ενδιάμεσες υπηρεσίες για την αποτελεσματικότερη παραγωγή άλλων τελικών αγαθών. Μεγάλο μέρος ικανού παραγωγικού δυναμικού στράφηκε στην ικανοποίηση των καταναλωτικών αναγκών οι οποίες προέκυπταν από την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος. Οι υπηρεσίες αυτές κατά κύριο λόγο είναι χαμηλής προστιθέμενης αξίας
Στον τομέα του κόστους παραγωγής η Ελλάδα παρουσιάζει σημαντική απόκλιση με τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. Το κόστος του συντελεστή εργασία αυξάνει σημαντικά περισσότερο με την αύξηση της παραγωγικότητας να μην κυμαίνεται στα ίδια επίπεδα. Αυτό οδηγεί σε αύξηση σε αύξηση του πληθωρισμού καθιστώντας λιγότερο ανταγωνιστική την ελληνική οικονομία.
Κόστος εργασίας ανά μονάδα εργασίας.
Δείκτης Τιμών Καταναλωτή
Όπως αποκαλύπτεται από τα παραπάνω, η Ελλάδα προκειμένου να βρεθεί ξανά στο δρόμο της ανάπτυξης θα πρέπει να κινηθεί προς δύο κατευθύνσεις, στη μείωση τοη δημόσιου τομέα αλλά και στην ανακατανομή των παραγωγικών συντελεστών υπέρ της παραγωγής αγαθών. Η μείωση του δημόσιου τομέα θα άρει τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητα, ενώ παράλληλα θα απελευθερώσει πόρους για την στήριξη του ιδιωτικού τομέα. Από την άλλη πλευρά, είναι απαραίτητη η ανάπτυξη μιας κλαδικής οικονομικής πολιτικής δίνοντας προτεραιότητα στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών τα οποία βελτιώνουν το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και μειώνουν την εκροή κεφαλαίων στο εξωτερικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Με ενδιαφέρει η άποψή σας