Δεν
γνωρίζω με ποιο τρόπο αντιλαμβάνεται κανείς την σύγκλιση των οικονομιών στα
πλαίσια μιας νομισματικής ένωσης αλλά ο θεμελιωτής αυτής της ιδέας ο νομπελίστας
καθηγητής οικονομικών R.
Mundel
(Βραβείο Νobel 1969) και η μεταγενέστερη οικονομική
βιβλιογραφία παραπέμπουν σε συγκεκριμένες αρχές και τρόπους. Πρέπει να αναφερθεί ότι το θέμα της
ολοκλήρωσης και της σύγκλισης της κάθε οικονομίας που συμμετέχει στην ΟΝΕ εκτός
από ένα πολιτικό και οικονομικό τοτέμ της τελευταίας δεκαετίας έχει και πολύ
σημαντικές οικονομικές διαστάσεις και επιπτώσεις. Η απάντηση στο ερώτημα αν η
κοινή πολιτική στον χώρο των δημόσιων οικονομικών, των νομισματικών πολιτικών
και καθορισμού του επιτοκίου, της κοινής συναλλαγματικής πολιτικής έχει μεγαλύτερο
όφελος ή ζημία για κάθε χώρα μέλος παραπέμπει κατ’ αρχήν στην ικανοποίηση κάποιων
συνθηκών. Χρειάζεται άλλη μια φορά να απαριθμήσουμε τα οφέλη από την ΟΝΕ.
Διευκόλυνση του διακρατικού εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών χωρίς συναλλαγματικό
κίνδυνο και κόστος συναλλαγής, συγκρίσιμες τιμές μεταξύ χωρών, ολοκλήρωση των
χρηματοπιστωτικών αγορών, αποφυγή ανταγωνιστικών υποτιμήσεων, μεγαλύτερη
αξιοπιστία της εφαρμογής της νομισματικής πολιτικής, μηδενισμός του εισαγόμενου
πληθωρισμού, περισσότερες επενδύσεις. Στην περίπτωση όμως κατά την οποία
κάποιες προϋποθέσεις δεν ικανοποιούνται τότε από την συμμετοχή στην ΟΝΕ
προκύπτει ένα μεγάλο κόστος και τα προαναφερόμενα οφέλη μειώνονται ή εκμηδενίζονται.
Αυτό το κόστος με την σειρά του τροφοδοτεί τον προβληματισμό για την
αποτελεσματικότητα των κοινών ευρωπαϊκών πολιτικών. Όσο μεγαλύτερη είναι η
απόκλιση της μεμονωμένης οικονομίας από το ευρωπαϊκό μέσο όρο τόσο μικρότερα
είναι τα οφέλη από τις κοινές πολιτικές και σε συγκεκριμένες περιπτώσεις μπορεί
το κόστος να απεικονίζεται στην
ανταγωνιστικότητα, στο εξωτερικό ισοζύγιο και τέλος στην ανάπτυξη.
Το
διάστημα από την συμμετοχή της χώρας μας στην ΟΝΕ δεν μπορεί να θεωρηθεί
ικανοποιητικό για να ελέγξει κανείς την ικανοποίηση αυτών προϋποθέσεων. Μετά
όμως από δέκα χρόνια μπορούμε να
εξετάσουμε τον βαθμό σύγκλισης σε μια σειρά μακροοικονομικών επιδόσεων οι
οποίες χρησιμοποιούνται για την απεικόνιση του βαθμού σύγκλισης και να
καταλήξουμε σε χρήσιμα συμπεράσματα.
Συγκεκριμένα,
εξετάζοντας τις πληθωριστικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με
αυτές των ευρωπαϊκών μας εταίρων βλέπουμε ότι υπάρχει μια μόνιμη απόκλιση η
οποία μάλιστα διευρύνεται. Έτσι το χρονικό διάστημα από το 2001 μέχρι και το
2011 η σωρευτική απόκλιση του ελληνικού πληθωρισμού σε σχέση με τον μέσο όρο
των χωρών της ΟΝΕ ξεπέρασε στο 40%. H απόκλιση αυτή μερικώς δικαιολογείται από τους διαφορετικούς ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με τον μέσο
ευρωπαϊκό όρο αλλά τα κύρια αίτια πρέπει να αναζητηθούν στους διαφορετικούς
ρυθμούς παραγωγικότητας, ιδιαίτερα στους τομείς των υπηρεσιών καθώς επίσης και
στις λειτουργίες των αγορών
Ένα
άλλο μέτρο της ολοκλήρωσης αναφέρεται στην εμπορική σύγκλιση με την σταδιακή αύξηση του ενδοκοινοτικού εμπορίου. Η
οικονομική σύγκλιση προάγεται όταν σταδιακά το ενδοκοινοτικό εξωτερικό εμπόριο
καταλαμβάνει μεγαλύτερη θέση σε σχέση με αυτό των υπόλοιπων χωρών. Σύμφωνα με
τα στοιχεία της ΕΣΥΕ το έτος 2000 το
σύνολο των εισαγωγών από την Ε.Ε αντιπροσώπευε το 55% των συνολικών ελληνικών εισαγωγών
ενώ το 2011 το αντίστοιχο ποσοστό ανήρχετο στο 53%. Αντίστοιχα στις εξαγωγές το 2000 οι ενδοκοινοτικές
ανήλθαν στο ποσοστό του 62% ενώ το 2006 το 54%. Και στις δύο περιπτώσεις
βλέπουμε μια υποχώρηση των εμπορικών συναλλαγών με τους ευρωπαϊκούς
εταίρους.
Η
αγορά εργασίας αποτελεί μια άλλη πτυχή της διαδικασίας σύγκλισης. Εδώ πολλά θα
μπορούσαν να αναφερθούν μια και η αγορά εργασίας αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα
του ευρωπαϊκού οράματος. Διαφοροποιήσεις που συνδέονται με γλωσσικές,
θρησκευτικές, πολιτιστικές ακόμα και εθνικές πτυχές του κάθε εργαζομένου κάνουν
εξαιρετικά δύσκολη την μετακίνησή του εντός της Ε.Ε. και την απαιτούμενη
ευελιξία. Η πρόοδος όμως της οικονομικής ολοκλήρωσης προϋποθέτει, μεταξύ των
άλλων, και σύγκλιση των πραγματικών μισθών. Σύμφωνα με τα δημοσιευμένα στοιχεία
της ΕΚΤ η συσσωρευμένη απόκλιση του μοναδιαίου κόστους εργασίας στην Ελλάδα το
εξεταζόμενο διάστημα σε σχέση με τον μέσο
όρο της ευρωζώνης είναι περίπου 15%.
Στη
συνέχεια σε όλη αυτή τη συζήτηση κυρίαρχη θέση κατέχει ο τρόπος αντίδρασης της
χώρας μέλος σε κάποια ενιαία εξωτερική διαταραχή. Ιδιαίτερα αν αυτή η διαταραχή
προέρχεται από τον τομέα της προσφοράς. Ας ξεπεράσουμε το θέμα της κρίσης
χρέους της ευρωζώνης και ας αναλύσουμε κάτι εξαιρετικά πιο απλό. Η άνοδος των τιμών του πετρελαίου έχει όλα τα
χαρακτηριστικά εκείνα που της επιτρέπουν να χαρακτηριστεί ως μια εξωτερική
κρίση. Ο τρόπος αντίδρασης της κάθε
οικονομίας σ’αυτή την κρίση μπορεί να μας δώσει χρήσιμες πληροφορίες για την
πορεία σύγκλισης. Από τον Ιούνιο του 2007 όταν η τιμή του πετρελαίου ξεπέρασε
τα 70 δολάρια το βαρέλι μέχρι σήμερα η άνοδος αυτή έχει πληθωριστικές
επιπτώσεις στις οικονομίες της ΟΝΕ. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση προϋποθέτει
παρεμφερείς επιπτώσεις εφόσον και ο τρόπος αντιμετώπισής τους θα είναι ενιαίος.
Το μέτρο που χρησιμοποιείται για τον έλεγχο της σύγκλισης σ’ αυτή την περίπτωση
είναι η τυπική απόκλιση των πληθωρισμών των χωρών μελών. Η τυπική απόκλιση των
χωρών της Ο.Ν.Ε. τον Ιούνιο ανήλθε στο 0,53 ενώ τον Νοέμβριο του 2007 η τυπική
απόκλιση ήταν 0,72. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει όμως το γεγονός ότι τον Ιούνιο
του 2007 η διαφορά του ελληνικού πληθωρισμού σε σχέση με τον μέσο της Ε.Ε. ήταν
0,66 εκατοστιαίες μονάδες. Η ίδια διαφορά τον Δεκέμβριο του 2007 ανήλθε στην
μια μονάδα περίπου και από τότε παραμένει σ αυτά τα επίπεδα. Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι το πετρελαϊκό
σοκ προκαλεί ασύμμετρες επιπτώσεις τόσο στις ευρωπαϊκές οικονομίες όσο και στην
ελληνική οικονομία.
Είναι
βέβαιο ότι για την τεκμηρίωση του επιχειρήματος της σύγκλισης ή της απόκλισης
απαιτείται μια εμπεριστατωμένη στατιστική και οικονομετρική ανάλυση και βέβαια
στατιστικά στοιχεία για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Τα παραπάνω επιχειρήματα όμως
μπορούν κατ’ αρχήν να στηρίξουν μια επιχειρηματολογία σχετικής απόκλισης της
ελληνικής οικονομίας. Το γεγονός αυτό δεν είναι κατ’ανάγκη μεμπτό όταν η
ελληνική οικονομία βρίσκει τρόπους με τους οποίους μπορεί να αμβλύνει το κόστος
από την εφαρμογή των ενιαίων οικονομικών πολιτικών. Αυτό όμως που είναι μεμπτό είναι να συνεχίζουμε
να πιστεύουμε σαν κοινωνία ότι η διαδικασία απόκλισης ενός κράτους μέλους της
ΟΝΕ είναι χωρίς κόστος. Προκειμένου να μην επιβεβαιωθούν αυτοί που ισχυρίζονται ότι τo ευρώ μείωσε βαθμούς ελευθερίας της οικονομικής πολιτικής
χωρίς να προσθέσει τίποτα στην ανταγωνιστικότητα και στις δομικές αλλαγές της οικονομίας η πρόοδος των μεταρρυθμίσεων και η
απελευθέρωση της λειτουργίας των αγορών αποτελούν μονόδρομο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Με ενδιαφέρει η άποψή σας