Σελίδες

Translate

Σάββατο 19 Μαΐου 2012

Οι επιπτώσεις από τη θέσπιση κατώτατων μισθών Tων Διονυση Χιονη και Κυριακου Ρερρε


 Ο κατώτατος μισθός αναφέρεται στην ελάχιστη νόμιμη αμοιβή της εξαρτημένης εργασίας. Ιστορικά, για πρώτη φορά θεσπίστηκε το 1894 στη Ν. Ζηλανδία, και σήμερα σε ποσοστό πάνω από το 90% οι χώρες έχουν περιλάβει αντίστοιχες διατάξεις στην εθνική τους νομοθεσία. Εντούτοις, ο θεσμός εξακολουθεί να προκαλεί εντονότατες συζητήσεις μεταξύ των οικονομολόγων. Μερίδα ειδικών ισχυρίζεται ότι η θέσπιση κατώτατου μισθού αυξάνει την ανεργία.
Σε πολλές χώρες δεν υφίσταται ο θεσμός του κατώτατου μισθού αλλά στην πράξη επιβάλλεται με έμμεσους τρόπους. Για παράδειγμα, σε χώρες όπως η Γερμανία και η Κύπρος επανεισάγεται μέσω των κλαδικών συμβάσεων μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Τέλος, στον χώρο της δημόσιας διοίκησης το επίπεδο των αμοιβών δεν προσδιορίζεται από τις δυνάμεις της αγοράς, γιατί η παραγωγή δημοσίων και κοινωνικών αγαθών δεν υπόκειται σε κανενός είδους ανταγωνισμό.
Πολλές από τις εμπειρικές μελέτες που έχουν διεξαχθεί σε διάφορες χώρες, με σκοπό να διερευνηθεί η επίδραση της επιβολής κατώτατων ορίων στις αμοιβές των εργαζομένων, αποδεικνύουν ότι δεν είναι δεδομένη η αύξηση της ανεργίας. Εχει αποδειχθεί όμως ότι οι υψηλοί κατώτατοι μισθοί οδηγούν σε καθυστέρηση της εισόδου των νεοεισερχομένων στην αγορά εργασίας.
Στις θετικές επιδράσεις από την ύπαρξη θεσμοθετημένου κατώτατου μισθού συγκαταλέγονται:
– Η αύξηση του βιοτικού επιπέδου όσων εργαζομένων έχουν περιορισμένες δεξιότητες.
– Η προστασία ειδικών κοινωνικών ομάδων, όπως είναι οι γυναίκες, οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας και τα άτομα με αναπηρίες.
– Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Ο εργοδότης που καταβάλλει υψηλούς μισθούς έχει μεγαλύτερες απαιτήσεις από τους εργαζομένους που απασχολεί. Αντίστοιχα, οι εργαζόμενοι καταβάλλουν εντατικότερες προσπάθειες για να μη χάσουν τη θέση τους.
– Η έμμεση κινητροδότηση των επενδύσεων εκσυγχρονισμού. Οι επιχειρήσεις έχουν συμφέρον να επενδύσουν σε τεχνολογικά αναβαθμισμένο κεφαλαιουχικό εξοπλισμό, προκειμένου να αντικαταστήσουν τμήμα της ακριβά αμειβόμενης εργασίας.
– Η αύξηση της ενεργού ζήτησης. Τα άτομα με χαμηλά εισοδήματα έχουν υψηλότερη ροπή προς κατανάλωση. Επομένως, όταν βελτιώνονται τα εισοδήματά τους, κατευθύνεται μεγαλύτερο ποσοστό στην αγορά καταναλωτικών αγαθών.
– Ο περιορισμός των μεταβιβαστικών πληρωμών για προγράμματα «κοινωνικής πρόνοιας». Ετσι, το κράτος περιορίζει την παρέμβασή του μόνο σε όσους παραμένουν εκτός αγοράς εργασίας.
– Η συμβολή στον περιορισμό των κοινωνικών ανισοτήτων. Η αύξηση των εισοδημάτων των κατώτερων κοινωνικών τάξεων ενισχύει το αίσθημα κοινωνικής συνοχής.
Οι πολέμιοι του θεσμού προέβαλαν μια σειρά από λογικοφανή επιχειρήματα, τα σημαντικότερα από τα οποία είναι τα ακόλουθα:
– Οδηγεί σε αύξηση της ανεργίας. Υπήρξε εξαρχής το βασικό επιχείρημα των πολέμιων του θεσμού. Οταν αυξηθεί το κόστος εργασίας, ένα τμήμα της παραγωγής θα καταστεί ζημιογόνο για τις επιχειρήσεις. Η μείωση της παραγωγής σε συνδυασμό με την αύξηση της παραγωγικότητας οδηγεί αναπόφευκτα στη μείωση του αριθμού των προσφερόμενων θέσεων εργασίας.
– Αποτελεί μορφή κρατικής παρέμβασης, ανάλογη με τον οικονομικό προστατευτισμό που επιβάλλεται στην αγορά προϊόντων και υπηρεσιών.
Συχνά η αύξηση των κατώτατων μισθών πυροδοτεί έναν φαύλο κύκλο πληθωριστικών πιέσεων. Οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε παραδοσιακούς τομείς της οικονομίας δεν μπορούν να απορροφήσουν την αύξηση του κόστους εργασίας μέσω της βελτίωσης της παραγωγικότητας. Ετσι, αναγκάζονται να μετακυλίσουν το επιπλέον κόστος στον καταναλωτή.
Εναλλακτικές πολιτικές
Κατά καιρούς έχουν προταθεί αρκετά εναλλακτικά σχέδια που θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τον θεσμό του κατώτατου μισθού. Η σοβαρότερη πρόταση προήλθε το 1968 από σχετική πρωτοβουλία κατόχων βραβείου Νομπέλ (Tobin, Samuelson, Galbraith), που τη συνυπέγραφαν άλλοι 1.200 οικονομολόγοι. Πρότειναν στο αμερικανικό Κογκρέσο την υιοθέτηση ενός συστήματος κοινωνικής προστασίας που θα βασιζόταν στη θέσπιση ελάχιστου εισοδήματος για όλους τους πολίτες της χώρας. Κάτι σαν αυτό που απεκλήθη αργότερα «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα». Το περιέγραφαν σαν ένα σύστημα «αρνητικών φόρων εισοδήματος». Κάθε φορολογούμενος που δεν συμπλήρωνε το κατώτατο θεσμοθετημένο ποσό θα δικαιούταν να λάβει, μέσω μεταβιβαστικών πληρωμών από την κυβέρνηση, το υπολειπόμενο εισόδημα. Με αυτό τον τρόπο, θα μπορούσε να καταπολεμηθεί πλήρως η φτώχεια και να προστατευθούν οι χαμηλόμισθοι. Η οικονομική επιβάρυνση των επιχειρήσεων που απασχολούν εργαζομένους με περιορισμένες δεξιότητες θα μειωνόταν σημαντικά. Το γεγονός αυτό θα περιόριζε τη μετανάστευση αυτών των θέσεων σε χώρες του τρίτου κόσμου που προσφέρουν χαμηλό εργατικό κόστος. Το ενδιαφέρον είναι ότι ακόμα και οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι, όπως ο Milton Freedman (1990), συμφωνούν ότι το συγκεκριμένο σύστημα είναι πιο δίκαιο και οικονομικά αποδοτικότερο. Φαίνεται όμως πως τρομάζει τις κυβερνήσεις το υψηλό κόστος εκκίνησης που συνεπάγεται μια τόσο ριζοσπαστική αλλαγή.
Ο κύριος κίνδυνος βρίσκεται στην πυροδότηση πληθωριστικών πιέσεων που μειώνουν την ανταγωνιστικότητα της χώρας καθώς αυξάνουν το συνολικό κόστος των επιχειρήσεων. Δεδομένης όμως της κατάρρευσης της ζήτησης, δεν υφίσταται τέτοιο πρόβλημα στην ελληνική οικονομία. Aντίθετα, στην παρούσα συγκυρία που η χώρα έχει ανάγκη από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, η ύπαρξη ικανοποιητικών κατώτατων μισθών συμβάλλει θετικά στις προσπάθειες αλλαγής του υφιστάμενου αναπτυξιακού μοντέλου, καθώς αποτελεί κίνητρο για τεχνολογικό και οργανωτικό εκσυγχρονισμό των επιχειρήσεων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Με ενδιαφέρει η άποψή σας