Για δέκα μήνες τώρα η δημόσια συζήτηση, ο δημόσιος διάλογος και κατά κύριο λόγο η οικονομική πολιτική είναι παγιδευμένη αποκλειστικά και μόνο στην εφαρμογή του μνημονίου και στην διαχείριση των κοινωνικών κρίσεων από την εφαρμογή των μέτρων. Παρ’ όλαυτά σήμερα υπάρχει ένας διάχυτος προβληματισμός για την πορεία των δημόσιων οικονομικών. Το έλλειμμα διευρύνεται και παρουσιάζεται αυξημένο κατά 8,9% το πρώτο δίμηνο του 2011, έναντι ετήσιας πρόβλεψης για μείωση κατά 3,9%. Ο στόχος για το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2010 φαίνεται ότι δεν επιτεύχθηκε. Το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα είναι 1,5% του ΑΕΠ υψηλότερο από τους στόχους του Μνημονίου κυρίως λόγω της υστέρησης των εσόδων. Υπάρχουν μάλιστα ακόμη αμφιβολίες για το αποτέλεσμα του 2010 λόγω της απουσίας στοιχείων για πλήθος δημοσίων οργανισμών, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης και νοσοκομείων. Τα καθαρά έσοδα αποκλίνουν. Μειώθηκαν κατά 9,2% το πρώτο δίμηνο του έτους, έναντι ετήσιου στόχου για αύξηση κατά 8,5%! Η ύφεση βαθαίνει και είναι παρατεταμένη. Η υποχώρηση του ΑΕΠ έχει ήδη διαμορφωθεί στο 6,6% το 4ο τρίμηνο του 2010, ή 4,5% για όλο το 2010.
Το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων μειώνεται. Οι δαπάνες του εμφανίζονται μειωμένες κατά 68% το πρώτο δίμηνο του έτους, έναντι ετήσιου στόχου για οριακή αύξηση κατά 0,6%. Είναι προφανές ότι αυτή η μείωση χρησιμοποιείται για να καλύψει μέρος από την μεγάλη και διευρυνόμενη υστέρηση των εσόδων, στερώντας έτσι κάθε ίχνος αναπτυξιακής προοπτικής για τη χώρα.
Το αποτέλεσμα αυτών των συνεχιζόμενων και διευρυνόμενων αστοχιών στις προβλέψεις και των αποκλίσεων στους στόχους είναι ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός που επιβαρύνει την οικονομία και την κοινωνία με πρόσθετα μέτρα. Μέτρα οριζόντια κοινωνικά άδικα και οικονομικά αναποτελεσματικά. Νέα, εκτός «Μνημονίου», «μη καθορισμένα» μέτρα προγραμματίζονται ύψους 1,8 δισ. ευρώ για το 2011 και 14,5 δισ. ευρώ για το 2012-2014. Πριν οριστικοποιηθούν οποιαδήποτε μέτρα πρέπει να δούμε το οριακό σημείο αντοχής της ελληνικής κοινωνίας και της οικονομίας στις περικοπές και την δημοσιονομική περιστολή.
Σήμερα ελπίζω να καταλαβαίνουμε ότι έχουμε αναλάβει την υλοποίηση ενός προγράμματος δημοσιονομικής σταθεροποίησης με υπερβολικά μεγάλες συνέπειες και ίσως με πολύ μικρά αποτελέσματα. Χρειάζονται ορισμένες φορές να κάνουμε συγκεκριμένες αναφορές τόσο στην οικονομική θεωρία όσο και στην εμπειρία από την εφαρμογή αντίστοιχων προγραμμάτων προκειμένου να οδηγηθούμε σε ασφαλή συμπεράσματα και προβλέψεις. Όπως φαίνεται από μελέτες του ΔΝΤ, οι 31 πιο επιτυχημένες προσπάθειες δημοσιονομικής προσαρμογής τις τελευταίες 4 δεκαετίες πέτυχαν κατά μέσον όρο μείωση ελλείμματος 8,3 μονάδων του ΑΕΠ σε 7,2 χρόνια μείωναν, δηλαδή, το έλλειμμά τους με ρυθμό 1,15% το χρόνο. Η Ελλάδα καλείται να μειώσει 11 μονάδες σε 5 χρόνια. Με ρυθμό 2,2 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ ετησίως. Δηλαδή διπλάσιο! Πράγμα που δεν έχει γίνει πουθενά στον κόσμο. Ελπίζω επίσης να καταλαβαίνουμε ότι αναλάβαμε την υλοποίηση ενός μοναδικού πειράματος. Την υλοποίηση ενός σταθεροποιητικού προγράμματος τύπου ΔΝΤ χωρίς βαθμούς ελευθερίας. Δηλαδή την δυνατότητα άσκησης ανεξάρτητης νομισματικής πολιτικής, συναλλαγματικής πολιτικής, καθορισμού επιτοκίων, δημοσιονομικής πολιτικής με αγορές οι οποίες χαρακτηρίζονται από μεγάλες ανελαστικότητες. Με μοναδικό όπλο την εσωτερική υποτίμηση. Δείτε όμως οι χώρες που στηρίχθηκαν αποκλειστικά στην εσωτερική υποτίμηση τελικά δεν απέφυγαν την υποτίμηση και τα σοβαρά προβλήματα με την διαχείριση του χρέους.
Στο τέλος αυτού του προγράμματος το χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ θα ξεπερνάει το 140%. Και θέλω με αυτό τον τρόπο να πω ότι αυτό που τελικά μας ενδιαφέρει είναι ο λόγος χρέους ΑΕΠ και όχι ο απόλυτος αριθμός. Πιστεύω λοιπόν ότι η ενίσχυση του παρονομαστή δηλαδή της ανάπτυξης θα μπορούσε να αποτελεί μια παράλληλη προσπάθεια με αυτήν της εφαρμογής των δημοσιονομικών μέτρων.
Ετσι υπάρχει η αναγκαιότητα η συζήτηση για την ανάπτυξη να αρχίσει να εξειδικεύεται. Είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε ότι την τελευταία δεκαετία, η ανάπτυξη προήλθε κυρίως από τον κλάδο του χονδρικού και λιανικού εμπορίου, ακολουθούμενη από τις υπηρεσίες, τον χρηματοπιστωτικό τομέα, τις κατασκευές, τον τουρισμό και την βιομηχανία. Η επίτευξη του θετικού σεναρίου που προβλέπεται για την ανάπτυξη προυποθέτει ότι στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα θα αυξηθεί η αξία της παραγωγής σε κάποιους από τους προηγούμενους κλάδους εφόσον στον τομέα της αναδιάρθρωσης της παραγωγικής δραστηριότητας έχουν γίνει πολύ λίγα πράγματα για να μπορούμε να αναμένουμε από άλλους τομείς. Φοβάμαι όμως ότι η υφιστάμενη κατάσταση δεν διακαιολογεί και δεν τεκμηριώνει την οποιαδήποτε αισιοδοξία. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας διανύει περίοδο παγκόσμιας ύφεσης με ελάχιστες δυνατότητες ισχυρής ανάπτυξης το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα. Επίσης το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, όπως εκφράζεται από τον διαφορικό πληθωρισμό καθιστά δύσκολη την ισχυρή ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας μέσω των εξαγωγών ή της υποκατάστασης των εισαγωγών. Ο τζίρος στο λιανεμπόριο καταγράφει σημαντική μείωση και για τις κατασκευές καλλίτερα να μην μιλήσουμε.
Αρα χρειάζεται να πραγματοποιηθεί τάχιστα η αναδιάρθρωση της παραγωγικής δραστηριότητας και η στήριξη παραδοσιακών κλάδων. Το σίγουρο είναι ότι η αναδιάρθρωση της σύνθεσης της προστιθέμενης αξίας στην ελληνική οικονομία δεν μπορεί να γίνει με πρότυπα των περασμένων δεκαετιών αλλά ούτε να παραγνωρίσει το γεγονός των διεθνών εξελίξεων. Το βασικό λοιπόν συμπέρασμα από την παραπάνω ανάλυση είναι ότι απαιτείται η αναδιάρθρωση της παραγωγικής διαδικασίας με την άσκηση ‘κλαδικής’ πολιτικής προκειμένου να αναδειχθούν οι σύγχρονες ατμομηχανές της ανάπτυξης. H νέα παράμετρος της οικονομικής πολιτικής συνδέεται με την άσκηση της κλαδικής πολιτικής και την ενίσχυση των τομέων που μπορούν με μικρό δημοσιονομικό κόστος να αναδείξουν τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα και να παρουσιάσουν πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην οικονομία. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι η κλαδική πολιτική δεν πρέπει να παρερμηνευθεί ως πολιτική υποστήριξης συγκεκριμένων επιχειρήσεων (π.χ. εθνικοί πρωταθλητές) ή την προνομιακή χρηματοδοτική μεταχείριση συγκεκριμένων δραστηριοτήτων. Αλλά αφορά σε πολιτικές που έμμεσα καθορίζουν το επιχειρηματικό περιβάλλον. Συγκεκριμένα οι βελτιώσεις στο θεσμικό πλαίσιο που αφορά σε χρήσεις γης, στην εκπαίδευση και στην φορολογική πολιτική, στις επενδύσεις σε συγκεκριμένες υποδομές και γενικότερα σε μια σειρά ενεργειών που δημιουργούν το κατάλληλο περιβάλλον ανάπτυξης συγκεκριμένων δραστηριοτήτων. Κλαδικές επενδύσεις εκεί που υπάρχουν συγκριτικά πλεονεκτήματα. Στον Τουρισμό, στη Ναυτιλία, αλλά και στη Μεταποίηση, σε προϊόντα όπου η Ελλάδα μπορεί να επιτύχει καθετοποίηση και αξιόλογες εξαγωγικές επιδόσεις. Τέτοιες επενδύσεις, ασφαλώς, μπορούν να γίνουν από τώρα, αλλά η συγκροτημένη κλαδική στρατηγική και η εξωστρέφεια προϋποθέτουν άνεση κινήσεων και βαθμούς ελευθερίας που η Ελλάδα σήμερα δεν διαθέτει, λόγω των περιορισμών που της θέτει το μνημόνιο. Τέλος, οι υπηρεσίες τα τελευταία χρόνια αυξάνουν διαρκώς το ποσοστό συμμετοχής τους στο ΑΕΠ. Το κρίσιμο θέμα είναι να καθορισθούν εκείνες οι υπηρεσίες που συμβάλλουν στον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό της οικονομίας και έχουν τα μεγαλύτερα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα.
Χρειαζόμαστε, λοιπόν, άλλο συνδυασμό μέτρων. Άλλο «μείγμα» οικονομικής πολιτικής. Και αυτό γιατί η δημοσιονομική εξυγίανση και πειθαρχία είναι αναγκαία, αλλά όχι και ικανή, συνθήκη για την αναπτυξιακή επανεκκίνηση της οικονομίας και για την σταθεροποίηση του χρέους. Αυτό που χρειάζεται σήμερα είναι η άμεση συγκρότηση σχεδίου και η ανάληψη δράσεων για τη διαμόρφωση ενός νέου μείγματος οικονομικής πολιτικής με μέτρα συσταλτικής πολιτικής αλλά και μέτρα τόνωσης της οικονομίας και της αγοράς με μικρό ή μηδενικό δημοσιονομικό κόστος. Αυτό που χρειάζεται είναι η υιοθέτηση ενός νέου προτύπου οικονομικής πολιτικής που θα στοχεύει, επί της ουσίας, στην επίτευξη θετικών ρυθμών ανάπτυξης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Με ενδιαφέρει η άποψή σας